προκαθήμενος

προκαθήμενος
προκαθήμενος ο
предстоятель, глава Церкви:

ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είναι προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδας — архиепископ Христодул – предстоятель Элладской Церкви


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προκαθήμενος" в других словарях:

  • προκαθήμενος — πρό κάθημαι to be seated perf part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκάθημαι — ΝΜΑ και ιων. τ. προκάτημαι Α [κάθημαι] 1. στέκω, κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο 2. κάθομαι κατά προτίμηση μπροστά άπο άλλους επειδή κατέχω τιμητική θέση (α. «οι προκαθήμενοι στο θέατρο είναι συνήθως επίσημοι» β. «προκάθηνται καθ ἡλικίαν καὶ… …   Dictionary of Greek

  • Καντέρμπουρι — (Canterbury). Πόλη (40.500 κάτ. το 2003) του Ηνωμένου Βασιλείου στην κομητεία του Κεντ (νοτιοανατολική Αγγλία). Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμού Γκρέιτ Στουρ, περίπου 90 χλμ. Α του Λονδίνου. Αρχικά, στην περιοχή υπήρχε οικισμός των Κελτών·… …   Dictionary of Greek

  • αρχιερέας — Εκείνος που έχει το αξίωμα του επισκόπου ή του μητροπολίτη ή του πατριάρχη. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άρχω και το ουσιαστικό ιερέας. Στην αρχαιότητα, α. ήταν τίτλος που απένεμαν αρχικά στους ιερείς και στις ιέρειες των σατραπειών του οίκου… …   Dictionary of Greek

  • ιμάμης — Λειτουργός σε μουσουλμανικό ναό, χότζας ή μουεζίνης. Η λέξη ι. είναι αραβική (imam) και στον μουσουλμανικό κόσμο προσέλαβε διάφορες σημασίες ανάλογα με τις περιστάσεις. Η αρχική σημασία της είναι εκείνος που στέκεται μπροστά, ο προκαθήμενος και… …   Dictionary of Greek

  • πρωθιεράρχης — ο, Ν εκκλ. ο πρώτος μεταξύ τών ιεραρχών, προκαθήμενος, πριμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ιεράρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε …   Dictionary of Greek

  • Γεωργίας, Πατριαρχείο — Η Εκκλησία της Γεωργίας (Ιβηρίας) ιδρύθηκε κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους από τον απόστολο Ανδρέα. Τον 5ο αι. αναγνωρίστηκε ως αυτοκέφαλη από το Πατριαρχείο Αντιοχείας, προνόμιο που της αφαιρέθηκε το 1811, αντικανονικά, από τον τότε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Σίλαμπους — Κατάλογος με τις κυριότερες «πλάνες» της εποχής, που κοινοποίησε ο πάπας Πίος IX στις 8 Δεκεμβρίου του 1864, σαν συμπλήρωμα στην εγκύκλιο Κουάντα κούρα. Στις ογδόντα παραγράφους του απαριθμούνται οι «κυριότερες πλάνες και οι ψευτοδιδασκαλίες» που …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»